ξύμπᾶς

ξύμπᾶς
σύμ - πᾶς, ξύμπᾶς, ᾶσα, αν: all (together).

A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ξύμπας — ξύμπᾱς , σύμπας all together masc nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύμπας — ασα, αν, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξύμπας, ασα, αν, Α 1. όλος μαζί ή όλος συγχρόνως (α. «σύμπασα η κοινωνία καταδίκασε τα βίαια επεισόδια» β. «πέντ ἦσαν οἱ ξύμπαντες», Σοφ.) 2. συνολικός 3. το ουδ. ως ουσ. βλ. σύμπαν αρχ. 1. το ουδ. ως ουσ. το όλον, το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”